- ηγεμονισμός
- ο гегемонизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηγεμονισμός — ο 1. η τάση και η επιδίωξη ενός ατόμου για κηδεμόνευση και άσκηση ηγεμονικής κυριαρχίας πάνω σε άλλους 2. διεθν. δίκ. η τάση ενός μεγάλου κράτους να ασκήσει αυταρχική εξουσία και πολιτική ηγεμονία σε άλλα κράτη ή και στην παγκόσμια πολιτική σκηνή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek